- φοιβηλάλος
- -ον, Α1. αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς τού Φοίβου2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Φοιβηλάλοςη Πυθία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος). Το -η- τού τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
Dictionary of Greek. 2013.